- ἀναγράφει
- ἀναγράφωengrave and set up publiclypres ind mp 2nd sgἀναγράφωengrave and set up publiclypres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀναγραφεῖ — ἀναγράφω engrave and set up publicly aor subj pass 3rd sg (epic) ἀναγραφεύς recorder masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CHARACMOBA — vel Molucharax, urbs Palaestinae Ptol. Vide Steph. A nonnullis Arabiae accensetur. Stephan. Χαράκμωβα πόλις τῆς νυν̑ τρίτης Παλαιςτίηης, ἥν ἀναγράφει Πτολεμαῖος εν γεωτραφικοῖς εν πέμπτῳ βιβλίῳ εν ταῖς Α᾿ραβικαῖς. Characmoba urbs nunc tertiae… … Hofmann J. Lexicon universale
αστηλίτευτος — η, ο (Α ἀστηλίτευτος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν έχει στηλιτευθεί, που δεν έχει κατηγορηθεί δημόσια με σκληρότητα αρχ. εκείνος του οποίου το όνομα δεν έχει αναγραφεί σε επιτύμβια στήλη, ο αμνημόνευτος … Dictionary of Greek
διεμβολή — η 1. δερμάτινο ή μεταλλικό δαχτυλίδι για τη συγκράτηση ιμάντα σαμαριού ή εξαρτήσεως 2. στενή μεταλλική πλάκα που προσαρμόζεται στην ταινία παρασήμων και αναγράφει τη μάχη στην οποία ανδραγάθησε ο παρασημοφορούμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται στον … Dictionary of Greek
κεραμεικός — Αρχαίος δήμος της Αθήνας. Βρισκόταν στα βορειοδυτικά κράσπεδα της πόλης, στην κοιλάδα που διέσχιζε ο Ηριδανός. Η ονομασία, που χρησιμοποιείται και για τη σύγχρονη συνοικία της Αθήνας, προήλθε από τον ήρωα Κέραμο, γιο του Διονύσου και της Αριάδνης … Dictionary of Greek
κληροδότημα — Κάθε περιουσιακή ωφέλεια (πράγμα, απαίτηση κλπ.) που ο διαθέτης, με διάταξη η οποία περιλαμβάνεται στη διαθήκη του, προσπορίζει σε ένα πρόσωπο, χωρίς όμως να το διορίζει κληρονόμο του. Κ. μπορεί να αναγραφεί και προς όφελος μεριδιούχου της «εξ… … Dictionary of Greek
ναυλολόγιο — το ναυτ. 1. κατάλογος που αναγράφει τις τιμές τών ναύλων κατά είδος εμπορευμάτων και μονάδα όγκου 2. πίνακας που περιέχει τις τιμές τών ναύλων μεταφοράς προσώπων ή εμπορευμάτων με πλοία τών ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών, ο οποίος καταρτίζεται από το… … Dictionary of Greek
πίνακας — ο / πίναξ, ακος, ΝΜΑ 1. κατάλογος στον οποίο έχουν αναγραφεί με ορισμένη σειρά ονόματα, όροι, τίτλοι κ.ά. στοιχεία (α. «πίνακας περιεχομένων» κατάλογος με τους τίτλους τών κεφαλαίων ή τών θεμάτων βιβλίου ή άλλου εντύπου β. «πίνακας άγνωστων… … Dictionary of Greek
προμετωπίδα — Βιβλιογραφικός όρος που χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει την πρώτη τυπωμένη σελίδα ενός βιβλίου, η οποία περιέχει το όνομα του συγγραφέα, τον τίτλο και συνήθως και τον εκδότη. Τα πρώτα έντυπα βιβλία δεν είχαν π. με τη σύγχρονη σημασία της λέξης· … Dictionary of Greek
προσωνυμία — η, ΝΜΑ, ιων. τ. προσωνυμίη Α [προσώνυμος] πρόσθετο όνομα, επωνυμία αρχ. το δικαίωμα κάποιου να αναγράφει το όνομά του στην κορυφή ενός καταλόγου ονομάτων … Dictionary of Greek